χθεσινή

χθεσινή
χθεσινός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χθεσινῇ — χθεσινός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινός — ή, ό / χθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. συνεκδ. πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. ινός… …   Dictionary of Greek

  • Despina Vandi — Δέσποινα Βανδή Vandi performing at BOOM in Thessaloniki on 24 March 2007. Background information Birth name Despina M …   Wikipedia

  • ενδεικτικός — ή, ό (AM ἐνδεικτικός, ή, όν) αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν») νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοθετώ — έω, Ν [σκηνοθέτης] 1. εκτελώ τη σκηνοθεσία θεατρικού και, γενικότερα, καλλιτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας 2. μτφ. προετοιμάζω και διενεργώ μια πράξη προκειμένου να παραπλανήσω ή να ενοχοποιήσω κάποιον («τα επεισόδια στη χθεσινή… …   Dictionary of Greek

  • χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… …   Dictionary of Greek

  • αθέλητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς τη θέλησή μας, ακούσιος: Η χθεσινή απουσία μου ήταν αθέλητη. 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος: Ήταν άνθρωπος νωθρός κι αθέλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”